- αναζωπύρησις
- ἀναζωπύρησις (-εως), η (ΑΜ) [ἀναζωπυρῶ (-έω)]βλ. αναζωπύρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναζωπύρησιν — ἀναζωπύρησις restoration of strength fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναζωπυρώνω — (Α ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω) κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ ( έω) < ἀνα * + ζωπυρῶ ( έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω … Dictionary of Greek
ἀναζωπυρήσῃ — ἀναζωπυρήσηι , ἀναζωπύρησις restoration of strength fem dat sg (epic) ἀναζωπυρέω rekindle aor subj mid 2nd sg ἀναζωπυρέω rekindle aor subj act 3rd sg ἀναζωπυρέω rekindle fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναζωπυρήσῃ , ἀναζωπυρέω rekindle futperf ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)